-
1 ποτάμι
1. τό река, поток;πλωτό ποτάμι — судоходная река;
§ τον πήρε το ποτάμι — он потерпел полное крушение; — он идёт ко дну;
από το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι — погов, в тихом омуте черти водятся;
2. επίρρ. рекой, ручьём; градом;χύνομαι ποτάμι — литься рекой (о слезах, крови);
ο ιδρωτας τρέχει ποτάμι — пот льётся, катится градом
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek